-
1 συνέλκω
A draw together,σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην Pl.Smp. 190e
; σ. τὰς ὀφρῦς, of frowning, Antiph.307; draw in, retract, (troch.);τὸν αὐχένα J.BJ6.1.8
:—[voice] Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7
; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32;ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b
.b metaph., συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου <τῇ> πρὸς σὲ.. αἱρέσει drawn into association with the man by his friendship with you, UPZ146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in POxy.1188.9 (i A.D.).II pull along with, help to pull, Ar. Pax 417; σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς help them in dragging us over (in the game διελκυστίνδα), Pl.Tht. 181a;τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.Ages.2.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέλκω
См. также в других словарях:
συνέλκω — ΝΜΑ έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως αρχ. 1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.) 2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω 3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος»,… … Dictionary of Greek
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek